- μετεωροπορώ
- μετεωροπορῶ, -έω (ΑΜ) [μετεωροπόρος]περπατώ στα ύψη, στον αέρα, αεροβατώαρχ.ανυψώνομαι από το έδαφος και κρατιέμαι μετέωρος στον αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεωροπόρητος — μετεωροπόρητος, ον (Μ) [μετεωροπορώ] αυτός που ανήλθε στους ουρανούς … Dictionary of Greek
συμμετεωροπορώ — έω, Α πορεύομαι στους αιθέρες μαζί ή συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετεωροπορῶ «περπατώ στα ύψη, αεροβατώ»] … Dictionary of Greek